- υπερτοξεύω
- Α [τοξεύω]υπερακοντίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπερτοξεύουσιν — ὑπερτοξεύω overshoot pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ὑπερτοξεύω overshoot pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερτοξεύειν — ὑπερτοξεύω overshoot pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερτοξεύεσθαι — ὑπερτοξεύω overshoot pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπερτοξεύσιμος — ον, Α 1. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να υπερβεί 2. μτφ. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να ξεχάσει ή να μην λάβει σοβαρά υπ όψιν («μίασμ ἔλεξας οὐχ ὑπερτοξεύσιμον», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερτοξεύω + κατάλ. σιμος (πρβλ. στρατεύ σιμος)] … Dictionary of Greek